στρατοπεδάρχης — military commander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχης — ο αξιωματικός που έχει καθήκοντα επιστάτη σε στρατόπεδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στρατοπεδάρχαι — στρατοπεδάρχης military commander masc nom/voc pl στρατοπεδάρχᾱͅ , στρατοπεδάρχης military commander masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχαις — στρατοπεδάρχης military commander masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχη — στρατοπεδάρχης military commander masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχην — στρατοπεδάρχης military commander masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχου — στρατοπεδάρχης military commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδάρχῃ — στρατοπεδάρχης military commander masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρατοπεδαρχώ — στρατοπεδαρχῶ, έω, ΝΜ [στρατοπεδάρχης] είμαι στρατοπεδάρχης μσν. είμαι στρατηγός … Dictionary of Greek
στρατοπεδάρχας — στρατοπεδάρχᾱς , στρατοπεδάρχης military commander masc acc pl στρατοπεδάρχᾱς , στρατοπεδάρχης military commander masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)